h1

#tidenkatalavaineis #thelwnadiavaswgiatogardeli

20 Φεβρουαρίου, 2013

logo_eadd_EN

Όλα ξεκίνησαν όταν πριν από λίγες μέρες έγραφα τους καινούργιους όρους χρήσης για το Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης.

Ναι, είναι άνθρωποι αυτοί που γράφουν τους όρους χρήσης.

Ή έστω δικηγόροι.

Και μάλλον είναι και οι μόνοι που τους διαβάζουν.

Κι αυτό γιατί:

(α) σε αντίθεση με τις ετικέτες των απορρυπαντικών, είναι μεγάλοι σε έκταση και δεν τους διαβάζεις στην τουαλέτα

(β) είναι το τελευταίο εμπόδιο πριν την πρόσβαση στο αντικείμενο του πόθου (λογισμικό – web site – υπηρεσία – περιεχόμενο).

Κι όπως με κάθε αντικείμενο του πόθου (από το τελευταίο iPad mini της apple μέχρι το δίμετρο γκόμενο που δουλεύει στο IT), ΔΕΝ σε απασχολούν ιδιαίτερα οι όροι με τους οποίους το αποκτάς (από τον να σου έχουν φορέσει τα iTunes μέχρι να σου έχουν φορέσει τη μάνα του δίμετρου γκόμενου) παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά.

Βέβαια, οι όροι χρήσης των διδακτορικών διατριβών του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών (ΕΑΔΔ) είναι (λίγο) διαφορετική ιστορία κι εδώ θέλει (λίγη) προσοχή:

Όπως και οι άδειες Creative Commons, οι όροι χρήσης του ΕΑΔΔ δεν απευθύνονται μόνο στον τελικό χρήστη, αλλά και στο δημιουργό/ δικαιούχο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Για το λόγο αυτό πρέπει να είναι κατανοητοί σε όλους.

Για να το δούμε πιο προσεκτικά αυτό:

– το ΕΚΤ ή το ΕΑΔΔ δεν αδειοδοτεί αυτόνομα το περιεχόμενο των διδακτορικών διατριβών

– ο δημιουργός – συγγραφέας της διδακτορικής διατριβής υποχρεούται εκ του νόμου να την καταθέσει μαζί με ένα απογραφικό δελτίο (δηλαδή μία φόρμα που μας επιτρέπει να ξέρουμε κάποια στοιχεία σχετικά με τον ερευνητή και το θέμα του κι έτσι να μπορούμε να κατατάξουμε καλύτερα τη διατριβή και να τη βρει το κοινό πιο εύκολα). Η κατάθεση γίνεται στη γραμματεία του πανεπιστημίου, η οποία στη συνέχεια τη δίνει στο ΕΑΔΔ για διάθεση στο κοινό.

– το διδακτορικό ως φυσική ενσωμάτωση ή ψηφιακή αποτύπωση του έργου της διδακτορικής διατριβής μεταφέρεται (α) από το δημιουργό στη γραμματεία του πανεπιστημίου (β) από τη γραμματεία στο ΕΑΔΔ και (γ) από το ΕΑΔΔ σε εσένα λατρεμένη μου χρήστρια, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο και με τις άδειες χρήσης της διδακτορικής διατριβής.

– οι άδειες χρήσης δίδονται είτε απευθείας από το συγγραφέα στον τελικό χρήστη (π.χ. με άδειες Creative Commons) είτε με αδειοδότηση από το συγγραφέα στο ΕΚΤ κι από το ΕΚΤ στον χρήστη του ΕΑΔΔ. Αλλά ακόμη και στην τελευταία περίπτωση, το ΕΚΤ δεν είναι ελεύθερο να κάνει ό,τι θελήσει: διαθέτει τη διδακτορική διατριβή με προκαθορισμένους όρους και στο χρόνο που επιλέγει ο συγγραφέας. Άρα, ο συγγραφέας είναι εκείνος που επιλέγει τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να διατεθεί η διατριβή του.

– πρέπει, άρα, να καταλάβουμε ότι το ΕΑΔΔ λειτουργεί ως μια Εθνική Ηλεκτρονική Υποδομή για τη διάθεση των διδακτορικών διατριβών που όμως δεν αποκτά πλήρη δικαιώματα επί του έργου παρά μόνο την άδεια να διαθέτει τη διατριβή με τους όρους που επιλέγει ο δημιουργός

– ως Εθνική Ηλεκτρονική Υποδομή, το ΕΑΔΔ δεν προσφέρει μόνο υπηρεσίες απόθεσης και διάθεσης των διδακτορικών διατριβών. Προσφέρει και τη νομική υποδομή για τους συγγραφείς που θέλουν να διαθέσουν το περιεχόμενό τους.

– αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι το ΕΑΔΔ προσφέρει στο συγγραφέα μία σειρά από προτυποποιημένες άδειες (π.χ. άδειες Creative Commons ή την άδεια διάθεσης του ΕΚΤ) με τις οποίες μπορείς να διαθέσει το έργο του στο κοινό. Δηλαδή, για να το επαναλάβω, το ΕΑΔΔ δεν επιλέγει τους όρους αδειοδότησης: Παρέχει μία λίστα από άδειες στο συγγραφέα που στη συνέχεια επιλέγει την αδεία με την οποία το έργο θα διατεθεί στο κοινό.

– κατά συνέπεια ο δημιουργός – συγγραφέας πρέπει να καταλαβαίνει τους όρους με τους οποίους διαθέτει το έργο του και ο τελικός χρήστης τους όρους που αποδέχεται προκειμένου να έχει πρόσβαση σε αυτό.

Άδειες Creative Commons και άλλα σημεία των καιρών

Πρόσφατα, το ΕΚΤ αποφάσισε να προσφέρει ως επιλογή στους συγγραφείς των διδακτορικών και τις άδειες Creative Commons. Μάλιστα η πρώτη διατριβή που διατίθεται με άδεια CC είναι η διατριβή του Βασίλειου Κουτσούκου με θέμα “Από την αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος: χωρικές όψεις της ενσωμάτωσης της Θράκης” και διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Μη Εμπορική Χρήση Όχι Παράγωγα Εργα Ελλάδα 3.0.

Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, στις λεπτομέρειες της οποίας θα επανέλθω με ξεχωριστό σημείωμα, αλλά μέχρι τότε θα ήθελα να γυρίσουμε στις επιλογές που έχει ο συγγραφέας της διδακτορικής διατριβής. Ο συγγραφέας μπορεί να επιλέξει με βάση δύο μεταβλητές:

(α) τους όρους διάθεσης, δηλαδή, αν θα αδειοδοτήσει τη διδακτορική του διατριβή:

– με κάποια από τις άδειες Creative Commons που στην πιο περιοριστική τους μορφή επιτρέπουν την ελεύθερη περαιτέρω διάθεση στο διαδίκτυο, χωρίς να μπορούν να γίνουν τροποποιήσεις στο κείμενο, για μη εμπορική χρήση και με υποχρέωση αναφοράς στο συγγραφέα ή

– με την άδεια του ΕΚΤ που επιτρέπει μόνο προσωπική χρήση για μη εμπορικούς εκπαιδευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς

(β) το χρόνο διάθεσης της διδακτορικής διατριβής, ανεξάρτητα της άδειας που θα επιλεγεί, και ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.

Ο συγγραφέας όταν επιλέγει τους όρους και το χρόνο διάθεσης της διατριβής βρίσκεται απέναντι στα εξής διλήμματα:

– να δώσω το πλήρες κείμενο της διδακτορικής μου διατριβής ή να περιμένω να κάνω μια σειρά από δημοσιεύσεις πάνω σε αυτό και μετά να το δώσω στο κοινό;

– να επιτρέψω τη διάθεση του πλήρους κειμένου στο κοινό ή αυτό θα μειώσει τις πωλήσεις του βιβλίου που σκέφτομαι να εκδώσω βασισμένο στη διδακτορική αυτή διατριβή;

– να δώσω τη διατριβή μου με άδεια Creative Commons ή αυτό θα σημάνει το τέλος οποιασδήποτε άλλης πιθανότητας δημοσίευσης;

Όπως όλα τα μεγάλα διλήμματα, έτσι και αυτό είναι υπαρκτό και όχι εύκολα επιλύσιμο.

Σε έναν παραδοσιακό ακαδημαϊκό κόσμο, οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα θα ήταν προς την κατεύθυνση των περιορισμών. Αλλά στον κόσμο του web 2.0 και του web 3.0, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα.

Θα σας εξιστορίσω την προσωπική μου εμπειρία με το ΕΑΔΔ για να καταλάβουμε το πρόβλημα.

Αφού τελείωσα με τους όρους χρήσης του ΕΑΔΔ, αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω κιόλας (#denexwzwh). Η συνάδελφος με την οποία συνεργάζομαι για την επικαιροποίηση των όρων χρήσης άνοιξε ένα αρχείο για να δούμε πως εμφανίζονται κι έπεσε πάνω σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διδακτορική διατριβή. Την έχει γράψει η Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη και επιγράφεται “Η ελληνική βιντεοταινία (1985-1990): κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις”.

Πρόκειται για μια πενταετία που μας έδωσε αριστουργήματα, όπως τα Γύφτος και Γοητεία, ΤΗΕ Κόπανοι, Η Μεγάλη Απόφραξη και το Κλασσική Περίπτωση Βλάβης (τα δύο τελευταία μάλλον έχουν γυριστεί παράλληλα καθώς ο Τσάκωνας φοράει την ίδια φόρμα και στα δύο… Από την άλλη μπορεί να αποτελεί απλή – ανόθευτη σκηνοθετιά του Τάκη Βουγιουκλάκη).

Όντας λάτρης του ποιοτικού, αμέσως ανέβασα το link στο Facebook γράφοντας αυτό που οποιοσδήποτε είχε την πολυτέλεια να περάσει πολλά χρόνια από τη ζωή του σε βιβλιοθήκη ξέρει πολύ καλά:

Ότι, δηλαδή, τα διδακτορικά δεν είναι τόσο βαρετά όσο φανταζόμαστε κι ότι, κάποιες φορές, είναι τόσο ενδιαφέροντα που απλά κάνουν τη ζωή μας πιο όμορφη. Είναι γεμάτα φρέσκες ιδέες -αν και συχνά ωμές- και κυρίως είναι ο καρπός του κόπου και της αγάπης νέων ανθρώπων που μόλις ξεκινούν το ταξίδι τους στην έρευνα. Διαβάστε τους προλόγους και τα acknowledgements από 2-3 διατριβές και θα μάθετε περισσότερα για τις αγωνίες και τις χαρές του ερευνητή (κάποιες φορές και για την προσωπική του ζωή) από ό,τι αν διαβάσετε μια διδακτορική διατριβή για αυτό το θέμα (λίγο αυτοαναφορικό ήταν αυτό…).

<Άσχετο>

Για τους λάτρεις του cult σε όλες του τις σημασίες, δείτε το διδακτορικό του Δημήτρη Μπενέκου με τίτλο “Η Αγωγή των Δαιμόνων στην Ήπειρο: συμβολή στη μελέτη της Νεοελληνικής Μαγείας”. Θυμάστε όλα εκείνα τα κείμενα στη δεκατία του 1990 από τις (παρα)θρησκευτικές οργανώσεις για το rock και πως έχει σατανιστικά μηνύματα και το πως η Μαρινέλλα είναι σατανίστρια και για τους AC/DC (όχι το εναλασσόμενο ρεύμα, οι μαλλιάδες με τις κιθάρες, ναι;) και τους Slayer που επίσης είναι σατανιστές; Ο φίλος μου ο Βασίλης επιμένει ότι η αναφορά στους Σατανιστές θα ήταν λειψή χωρις την Άννα-Θεά Βίσση κι έχει δίκιο: ας μην ξεχάμε ότι εκτός από το Ντοστογιέφσκι και η Άννα, έκανε τους Δαίμονες. Για την ακρίβεια -Θεά γαρ- τους κάνει ακόμηΛοιπόν -πλην της Μαρινέλλας και της Βίσση– τα άλλα τα έλεγε ο Μπενέκος εδώ και χρόνια (βλ σημειώσεις στις σελίδες 30-31). [Κι ο Τζιμάκος τα έχει πει αυτά, ειδικά για τη Μαρινέλλα (βλ. στο 3:40, τα ανάποδα μηνύματα και τη διαφορά ανάμεσα σε βινύλιο και CD (βλ. στο 1:40), αλλά δεν είναι (ούτε) αυτό το θέμα μας.] Και μετά σου λέει ότι δε διαβάζονται τα διδακτορικά… Βέβαια, ο κ. Μπενέκος λέει και πολλά άλλα και πολύ πιο ενδιαφέροντα, ακόμη κι από τον Τζιμάκο. Σας συστήνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε το διδακτορικό του (του Μπενέκου, όχι του Τζιμάκου)!)

</Άσχετο>

Το διδακτορικό της κας Κασσαβέτη (της Ορσαλίας, ναι;) είχε κι ένα ακόμη χαρακτηριστικό:

το θέμα της είναι ενδιαφέρον όχι μόνο για ένα ειδικό αλλά και για το γενικότερο κοινό και μάλιστα για τα subcultures του Διαδικτύου που μέσα σε μια γενικότερη τάση για επιστροφή στα άγρια 80s ξανα-ανακαλύπτει τις χαρές της βιντεοταινίας.

Like?

Βρε like, αλλά όταν ανέβασα το σύνδεσμο στο FB, ένας φιλομαθής φίλος από τη Γερμανία που προσπάθησε να το δει έλαβε το ακόλουθο μήνυμα “The access to full text is restricted by the author (Releasedate: 10/2015)”. Μου το επέστρεψε με πολλά ερωτηματικά.

Να εξηγήσω τι συμβαίνει:

Ο συγγραφέας μπορεί να επιλέξει όχι μόνο την άδεια αλλά και το χρόνο διάθεσης της διατριβής. Η κα Κασσαβέτη (η Ορσαλία, ναι;) επέλεξε να το διαθέσει στο κοινό σε ηλεκτρονική μορφή μόνο από τον Οκτώβριο του 2015 και μετά (αυτό το λέμε αποδέσμευση). Όπως είπαμε και παραπάνω αυτό αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του συγγραφέα που μπορεί να επιλέγει το χρόνο και τον τρόπο δημοσίευσης του έργου του. Στην περίπτωση του διδακτορικού, ο χρόνος είναι πολύ πιο σημαντικός από τους όρους: σου δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσεις δημοσιεύσεις άρθρων που βασίζονται στο διδακτορικό ή και να κάνεις δημοσίευση του ίδιου του διδακτορικού με κλασσικά μέσα.

Στο ενδιάμεσο, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να βρει το φυσικό έντυπο της διατριβής στη Βιβλιοθήκη Επιστήμης και Τεχνολογίας του ΕΚΤ. Δείτε και έναν χάρτη για το που βρίσκεται.

Καταλαβαίνω ότι για το φίλο από το Μόναχο ο χάρτης δεν είναι παρηγορία. Επίσης, να του πω ότι το ΕΑΔΔ είναι και στα Ελληνικά. Ας μη τα φοβόμαστε. Μπορούμε να τα διαβάσουμε βρε παλιόπαιδο!

Έβαλα το όνομα της κας Κασσαβέτη (της Ορσαλίας, ναι;) στο google και μαντέψτε ποιες ήταν οι τρεις πρώτες εγγραφές που πήρα:

Ναι, το διδακτορικό της κας Κασσαβέτη στο ΕΑΔΔ.

Και οι τρεις.

Τι μας λέει όλη αυτή η ιστορία;

Διάφορα και ενδιαφέροντα:

– Ο διδάκτορας έχει τον έλεγχο σε σχέση με τον τρόπο και χρόνο διάθεσης της διατριβής του.

– Η απόφαση του αν θα βγάλει το διδακτορικό, πώς και πότε δεν είναι απλή. Σκέψου πριν κάνεις ό,τι κάνεις. Και μπορείς να αλλάξεις απόφαση αν δεις ότι δε σου βγαίνει.

– Ολοένα και περισσότεροι μη ειδικοί χρήστες διαβάζουν τις διδακτορικές διατριβές στο ΕΑΔΔ ή τουλάχιστον προσπαθούν (φερ’ ειπείν, ο υποφαινόμενος).

– Όταν ξεκινάς την καριέρα σου είναι πολύ πιθανόν οι εγγραφές σου στο ΕΑΔΔ να είναι το πρώτο πράγμα που βλέπει κάποιος για εσένα πέρα από το προφίλ σου στο FB. Δε θέλεις να τους απογοητεύσεις.

Τι θα μπορούσε να γίνει;

– Θα μπορούσαν τουλάχιστον οι περιλήψεις των νέων διδακτορικών να δίνονται ανοιχτές και σε όλους

– Θα μπορούσε να υπάρχει διασύνδεση του διδακτορικού με το προφίλ του ερευνητή (εδώ κάτι πάει να γίνει, θα σας τα πω μια άλλη φορά)

– Θα μπορούσε να υπάρχει διασύνδεση του διδακτορικού με σχετικές δημοσιεύσεις

– Θα μπορούσε να υπάρχει τουλάχιστον μέρος του διδακτορικού (π.χ. ένα ενδεικτικό κεφάλαιο) διαθέσιμο στον τελικό χρήστη

Αλλά επειδή κάποια πράγματα παίρνουν χρόνο κι επειδή ο χρόνος είναι χρήμα κι είμαστε σε κρίση και δεν έχουμε χρήμα για χάσιμο, η Βιβλιοθήκη Επιστήμης και Τεχνολογίας του ΕΚΤ σας περιμένει.

Δευτέρα ως Παρασκευή 8:30 μμ – 3:30 μμ., μην ξεχνιόμαστε…

h1

Για την Ρόζα (Μέρος Δεύτερο – Machester)

12 Δεκεμβρίου, 2009

(c) Theilr 2006, CC Attribution ShareAlike 2.0 Generic

Βρήκα πάλι χρόνο να γράψω σε ένα τρένο από Manchester για Λονδίνο μισοάδειο από ανθρώπους και μυρωδιές.

Βλέπω τα φώτα να περνάνε με διαφορετικές ταχύτητες και τροχίες έξω από το παράθυρο μου που τρίζει περισσότερο από όσο θα δικαιολογούσαν τα λεφτά που έδωσα για το εισιτήριο μου το πρωί. Στο iPod ο Αργύρης Μπακιρτζής τραγουδάει τους Παραλληλισμούς του Καββαδία και το μυαλό μου για κάποιον απροσδιόριστο λόγο γυρίζει πάλι στα λατρεμένα μου 1990s και τις εικόνες που έχω μαζέψει από το τρένο στη μυθική διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη.

Κάπου στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, περίπου την ίδια εποχή που ο Σαμαράς έκανε τις πρώτες του ομιλίες ως αρχηγός της Πολιτικής Άνοιξης στη Θεσσαλονίκη κι ενώ δεν είχαν περάσει ακόμη τα δέκα επόμενα χρόνια στα οποία θα τα ξεχνάγαμε όλα, αποφάσισα ότι είχα άμεση ανάγκη να κατέβω για λίγο στην Αθήνα.  Βρέθηκα να περιμένω το τρένο (το “αργό”) μαζί με ένα κουβάρι από ανθρώπους σε μια αποβάθρα η οποία δεν διατηρούσε τις πλέον φιλικές σχέσεις ούτε με το ηλεκτρικό, αλλά ούτε και με το νερό. Δίπλα μου ήταν μία κυρία σε αυτή την απροσδιόριστη ηλικία που κυμαίνεται ανάμεσα στην έκτη δεκαετία και την αιωνιότητα. Στεκόταν αγέρωχη, με το χαμόγελο του ανθρώπου που είχε περιμένει αρκετά, ώστε να γνωρίζει ότι ούτε οι βρισιές, ούτε οι φωνές μπορούσαν να βελτιώσουν τις επιδόσεις της αμαξοστοιχίας που -όταν με το καλό θα ερχόταν- θα μας πήγαινε κάποια στιγμή και στην Αθήνα. Δίπλα της είχε μια μαύρη βαλίτσα μεγάλη, σκονισμένη και μαύρη, που η προέλευσή της φαινόταν να χάνεται, όπως και της ιδιοκτήτριάς της, στα βάθη του χρόνου.

– Αγόρι μου, θα μπορούσες να με βοηθήσεις με τη βαλίτσα όταν έρθει το τρένο με το καλό;

Ο αέρας μύριζε νοτισμένο καπνό και ιδρώτα και η μαύρη βαλίτσα φαινόταν μέσα στα πλαίσια των μυϊκών μου δυνατοτήτων. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά όταν ήρθε το τρένο με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Η μαύρη βαλίτσα ήταν πιο βαριά κι από τις αμαρτίες όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης μαζί. Καθώς η μηχανή του τρένου έσερνε αργά το σκονισμένο της κορμί μέσα στο σταθμό, η γηραιά κυρία όρμησε προς την πόρτα με την ευλυγησία και τη στιβαρότητα του Σχορτσανίτη στα γήπεδα της Σαϊτάμα. Προσπάθησα να ακολουθήσω, αλλά η βαλίτσα είχε διαφορετική γνώμη. Με τα πολλά κατάφερα όχι μόνο να την μετακινήσω, αλλά και να την ανεβάσω στο τρένο. Βρήκα την κυρία να κάθεται σε ένα κουπέ και να με περιμένει με την κατανόηση του νικητή προς το νικημένο.

Δεν έμαθα ποτέ τι είχε μέσα η βαλίτσα (εργαλεία, σκυρόδεμα, το πτώμα του άντρα της και της παράνομης σχέσης του, όλα τα παραπάνω μαζί;). Ούτε και τόλμησα να ρωτήσω. Μόνο, καθώς η αμαξοστοιχία άφηνε τη συμπρωτεύουσα, στηρίχτηκα στο παράθυρο κι έμεινα να κοιτάζω το σακάκι του διπλανού μου καθώς προσπαθούσα να ξαναβρώ την αναπνοή μου. Ήταν λαδί, με μεγάλα καρό τετράγωνα, σηκωμένα μανίκια κι ένα συνδυασμό χρωμάτων που θα μπορούσα άφοβα να χαρακτηρίσω ως επώδυνο. Ήταν το σακάκι του Ταμτάκου.

– Ποιος σου είπε ότι δεν ξέρω τον Ταμτάκο;

Η ερώτηση της Ρόζας με έκανε να αναρωτηθώ σοβαρά για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η ελεύθερη πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά της δεκαετίας του 1980 στη νέα γενιά. Γιατί, καλά εμείς την ζήσαμε πρώτο χέρι, αυτά τα αθώα παιδιά, τι φταίνε;

– Α, και δεν έχω δει ταινία του Ταμτάκου από το Internet!

Έστω.

Δεν είναι πάντοτε μία ταινία, το έργο που προστατεύεται από το δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας, όσο οι συνειρμοί που αυτή προκαλεί που έχουν αξία για το άτομο και πιο σημαντικά για την ίδια την κοινότητα των χρηστών. Στο πέρασμα μου από διάφορες mailing lists και forums (fora για τους λατινομαθείς της παρέας), έχω διαπιστώσει ότι αυτές ακριβώς οι προσωπικές αναμνήσεις που προέρχονται από συνειρμούς είναι που αποτελούν το συνεκτικό κορμό διαφόρων κοινοτήτων χρηστών που δημιουργούνται και ανθίζουν στο Διαδίκτυο. Και μπορεί η κοινή πολιτιστική αναφορά ή κεκτημένο να μην είναι αυτό που θα βρεις στο Αρχείο της Ε.Ρ.Τ., αλλά αυτές οι οικολογίες των μικρο-κοινοτήτων είναι που συνιστούν τη ζώσα Ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Facebook groups του στυλ “Τα μεσημέρια στην ΕΤ2 έβλεπα Carrusel,Art Attack και Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι” ή “κι εγώ όταν ήμουν στο Δημοτικό φύτευα φακές σε κεσεδάκι από γιαούρτι” έχουν να μας πουν πολλά για το τι αποτελεί “αξία” στο Διαδίκτυο, ειδικά στο Web 2.0.

Εχώ πολλές φορές αναρωτηθεί γιατί για να δει κανείς νόμιμα κάποιο από τα αριστουργήματα της δεκαετίας του 1980, όπως το “ο Ταμτάκος στο Ναυτικό”, το “Για μια χούφτα Τούβλα” ή “Το Ρεμάλι της Αθήνας”, είτε θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να σκάψει με τα νύχια του σε video clubs που εξακολουθούν να αποτίουν φόρο τιμής στα ηρωϊκά 1980s, είτε να ανήκει στους λάτρεις της μεσημεριανής ζώνης κατά την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου.

Tην απάντηση μου την έδωσε ο IP Officer της Βρετανικής Βιβλιοθήκης σε μια κουβέντα που είχαμε ένα κλασσικά βροχερό μεσημέρι στην καντίνα της βιβλιοθήκης:

– Το υπάρχον σύστημα πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι φτιαγμένο για έργα με χαμηλή οικονομική και υψηλή πολιτιστική αξία

Η Βρετανική Βιβλιοθήκη έχει δημοσιεύσει μια σειρά από ενδιαφέρουσες μελέτες πάνω σε αυτό το θέμα. Και μολόνοτι η πολιτιστική αξία των ταινιών του Σουγκλάκου είναι συζητήσιμη, είναι σίγουρο ότι το κοινό που ενδιαφέρεται για αυτές δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να συγκινήσει τους κλασσικούς διανομείς.

Το αποτέλεσμα είναι ότι σε ένα περιβάλλον, οπού οι δυνατότητες αποθήκευσης και διανομής ψηφιακού περιεχομένου διαρκώς αυξάνονται, υλικό με έντονη σημασιολογική διάσταση, και άρα αξία, έστω και για μια μικρή σχετικά ομάδα ατόμων, θα βρει τον τρόπο να διαμοιραστεί μεταξύ τους. Και μάλιστα το υλικό αυτό θα διαμοιραστεί μέσα από τα κανάλια διανομής που εμφανίζουν τις μικρότερες δυνατές τριβές. Εξαιτίας της διαμόρφωσης των παραδοσιακών καναλιών διανομής περιεχομένου που στηρίζονται στις οικονομίες κλίμακας, το υλικό αυτό είναι μάλλον απίθανο να διανεμηθεί μέσα από ένα off-line δίκτυο διανομής. Δυστυχώς αυτό σημαίνει ότι οι νόμιμοι τρόποι διανομής έχουν μεγάλο κόστος για τον χρήστη είτε σε χρήμα (πρέπει να αγοράσεις το DVD κατευθείαν από την εταιρία), είτε σε χρόνο (πρέπει να ψάξεις για μέρες να το βρεις ή να περιμένεις πότε θα δεήσει κάποιο κανάλι να το μεταδώσει).

Αντίθετα, κανάλια διανομής που στηρίζονται στην ομότιμη διανομή (Peer to Peer) έχουν περισσότερες πιθανότητες να λειτουργήσουν, γιατί η πράξη του διαμοιρασμού, όπως μας έχουν διδάξει οι Benkler και Tapscott, είτε αποτελεί αυταξία γι’ αυτόν που την πραγματοποιεί (ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το αίσθημα αυτοεκπλήρωσης που αισθάνεται ο uploader μιας ταινίας του Τσάκωνα στο Veoh;) είτε αποτελεί θετική παρενέργεια μιας ατομιστικής δραστηριότητας (τη στιγμή που κατεβάζω την “Μεγάλη Απόφραξη” από ένα άλλο χρήστη μέσω ενός torrent tracker άλλοι χρήστες κατεβάζουν κι από εμένα).

Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες από τις δραστηριότητες αυτές είναι παράνομες. Ο Lessig το θεωρεί τεράστιο πρόβλημα, γιατί η κατάσταση αυτή κατασκευάζει μια ολόκληρη γενιά από “εγκληματίες”. Πράγματι, και στην Ελλάδα η συμπεριφορά αυτή είναι ποινικώς κολάσιμη. Και, επίσης πράγματι, οι περισσότεροι χρήστες του Διαδικτύου έχουν κατεβάσει περιεχόμενο που παραβιάζει το Ν. 2121/93 για την Πνευματική Ιδιοκτησία και τα Συγγενικά Δικαιώματα. Και για να κάνουμε τα πράγματα ακόμη χειρότερα, όπως μάθαμε σε πρόσφατο επεισόδιο της Πολυκατοικίας, τα ομότιμα δίκτυα διαμοιρασμού αρχείων (p2p file-sharing στα Ελληνικά) κόβουν τις δουλειές από τη συμπαθή τάξη των Νιγηριανών πωλητών πειρατικών DVD/ CD.

Υπάρχει κάποια λύση σε αυτό το πρόβλημα; Συγγραφείς όπως ο Fisher έχουν προτείνει συστήματα που μπορούν να αποζημιώσουν τους καλλιτέχνες χωρίς να ποινικοποιούν καθημερινές δραστηριότητες εκατομυρίων πολιτών. Πιο πρόσφατα, η Γερμανία πρότεινε ένα Διαδικτυακό τέλος που φαίνεται να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.

Αποτελούν οι προτάσεις αυτές Την λύση;

Δε γνωρίζω.

Αλλά σίγουρα είναι καλύτερες από κάποιες άλλες προτάσεις. Όπως η Γαλλική των τριών χτυπημάτων, που παραβιάζει το θεμελιώδες στην Κοινωνία της Πληροφορίας δικαιώμα πρόσβασης στο Διαδίκτυο όταν ο χρήστης θεωρηθεί ότι έχει παραβιάσει τρεις φορές τους νόμους Πνευματικής Ιδιοκτησίας.

Επιφυλάσσομαι να αιτιολογήσω την άποψη μου αυτή σε μεταγενέστερό σημείωμα. Μέχρι τότε ο Ταμτάκος και τα σακάκιά του θα πρέπει να παραμείνουν στην παρανομία.

h1

Για τηv Ρόζα (Μέρος Πρώτο – Όσλο)

8 Δεκεμβρίου, 2009

(c) Koines Skepseis 2009, CC BY_SA v.3.0 Generic

Έβαλα το Δεύτερο να παίζει μέσα από το Firefox και άνοιξα τον επεξεργαστή κειμένου.

Πάντα με τρόμαζαν οι άδειες σελίδες: Τη μυθική δεκαετία του 1980 ήταν λευκές με λεπτές γαλάζιες γραμμές και εγώ έπρεπε να τις αντιμετωπίσω με ένα δαγκωμένο HB που έπαιζα αμήχανα στο χέρι μου. Στις αρχές των 1990s, μαύρες σαν την άβυσσο μου έστηναν καρτέρι με τον πράσινο κέρσορα να αναβοσβήνει διστακτικά και το ανεμιστηράκι να διώχνει χρόνο και θερμότητα πάνω από τη σκονισμένη RS 232.

Aρκετά χρόνια αργότερα, αγκαλιά με τον MacBook να μου ζεσταίνει την καρδιά και μ’ ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο νερό να μου κάνει παρέα, κοιτάω αφηρημένα το χιόνι που χάνεται βουβά στα νερά του λιμανιού του Όσλο. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου είναι σπαρμένο με φορτιστές και καλώδια, ένα iPhone, ένα iPod και μια υγιή δόση από junk food.

Αισθάνομαι λες κι έχω βγει από πίνακα του Μανέτα, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτού του είδους η τέχνη που στοιχειώνει τη σκέψη μου…

Πριν από λίγο είδα μια εκπομπή για τη Μαλβίνα και τον Μπονάτσο και ένοιωσα τα Ελληνικά 1990s να εισβάλουν πάλι στη ζωή μου.

– Σας έχουν καταστρέψει αυτά τα 1990s…

…επιμένει να μου θυμίζει η Ρόζα κάθε φορά που οι ενδυματολογικές μου επιλογές γειτνιάζουν απειλητικά με επετειακή εκπομπή του MEGA.

Ενώ οι “Πρωταγωνιστές” παίζουν σε ένα παράθυρο, αρχίζω να ψάχνω στο YouTube για σχετικά βιντεάκια σε  ένα άλλο.

Παλιοσυνήθεια.

Mου κάνει εντύπωση πόσο κοντινά μου φαίνονται όλα αυτά τα αποσπάσματα από εκπομπές που γυρίστηκαν δέκα με δεκαπέντε χρόνια πριν και ζουν τώρα μια δεύτερη ζωή μέσα στο YouTube. Tα σχόλια που διαβάζω στο YouTube με κάνουν να σκεφτώ ότι μάλλον δεν είμαι ο μόνος που γυρίζει πίσω σε όλα αυτές τις εκπομπές, εποχές ή ακόμη και παιχνίδια. Ούτε και ο μόνος που κάνει συνδέσεις με τη σημερινή εποχή ή συγκρίσεις με τωρινούς καλλιτέχνες, όπως ο Λαζόπουλος, που πρόσφατα έκανε αναφορά στις εκπομπές της Μαλβίνας για να γίνει μετά κι ο ίδιος αντικείμενο σύγκρισης με αυτήν από τους χρήστες του YouTube.

Ανήκω σε μια γενιά που αντί για μεταπολίτευση έζησε τη μετάβαση από την Κινηματογραφική Λέσχη του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου στους Απαράδεκτους της Δήμητρας Παπαδοπούλου, φορέσε τα τρακτερωτά Timberland ή κάποια μαϊμουδίσιά τους παραλλαγή κι είδε το Μητσοτάκη πρωθυπουργό. Για όλους εμάς που επιβιώσαμε χωρίς να πάθουμε κάποια ανήκεστο βλάβη από την παρατεταμένη έκθεσή μας σε όλα τα παραπάνω, οι υπηρεσίες web 2.0 δεν είναι παρά ένα παράθυρο πρόσβασης σε κάποιες συλλογικές μνήμες. Μνήμες που ενσωματώνονται σε ταινίες, σειρές, ήχους, εικόνες ή ρούχα και που αποτελούν ουσιαστικά ένα πολύ προσωπικό και ταυτόχρονα κοινό πολιτιστικό κεκτημένο.

-Μα είναι τα σακάκια του Ταμτάκου “κοινό πολιτιστικό κεκτημένο”;

Θα αναρωτιόταν (εύλογα) η Ρόζα, εάν υποθέσουμε ότι ήξερε ποιος είναι ο Ταμτάκος.

Πιστεύω ότι η όποια αμφισβήτηση αφορά στο αν ο Ταμτάκος και τα σακάκια του αφορούν στα 1980s ή στα 1990s κι όχι αν αποτελούν μορφή “κοινού πολιτιστικού κεκτημένου” ή έστω αναφοράς. Εξάλλου, είναι η ένταση κι όχι απαραιτήτως η ποιότητα που καθιστούν κάτι κοινή πολιτιστική αναφορά.

Αλλά θα μου επίτρεψετε να επιχειρηματολογήσω εκτενέστερα πάνω σε αυτό το θέμα στο επόμενο μέρος.

Έως τότε, το σακάκι του Ταμτάκου μπορεί να περιμένει.